- αιμοστάτης
- ο мин. рубин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] … Dictionary of Greek